przód
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
przód (pl) αρσενικό
- το μπροστινό μέρος, το μπροστά
- do przodu - εμπρός, προς τα μπρoς, μπροστά
- z przodu - από μπροστά, ανφάς