przód

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

przód (pl) αρσενικό

  1. το μπροστινό μέρος, το μπροστά
    do przodu - εμπρός, προς τα μπρoς, μπροστά
    z przodu - από μπροστά, ανφάς

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]