przechodzień

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

przechodzień < przechodzić

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

przechodzień (pl) αρσενικό