przechodzień
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]przechodzień < przechodzić
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]przechodzień (pl) αρσενικό
- ο διαβάτης, ο περαστικός
przechodzień < przechodzić
przechodzień (pl) αρσενικό