przejrzysty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
przejrzysty (pl)
- διαφανής
- αυτός που επιτρέπει το φως να περάσει από μέσα του
- αυτός που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκρύψει τίποτα