przekonywać

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pʂɛ.kɔˈnɨ.vat͡ɕ/

Ρήμα[επεξεργασία]

przekonywać (pl) μη τετελεσμένη μορφή (τετελεσμένη μορφή przekonać)

  1. przekonywać kogoś o czymś - πείθω κάποιον για κάτι
  2. przekonywać kogoś do czegoś μεταπείθω κάποιον

(Χρειάζεται τεκμηρίωση)

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας
α' ενικ. przekonuję/przekonywam
β' ενικ. przekonujesz/przekonywasz
γ' ενικ. przekonuje/przekonywa
α' πληθ. przekonujemy/przekonywamy
β' πληθ. przekonujecie/przekonywacie
γ' πληθ. przekonują/przekonywają