przekonywać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʂɛ.kɔˈnɨ.vat͡ɕ/
Ρήμα[επεξεργασία]
przekonywać (pl) μη τετελεσμένη μορφή (τετελεσμένη μορφή przekonać)
(Χρειάζεται τεκμηρίωση)
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας |
---|---|
α' ενικ. | przekonuję/przekonywam |
β' ενικ. | przekonujesz/przekonywasz |
γ' ενικ. | przekonuje/przekonywa |
α' πληθ. | przekonujemy/przekonywamy |
β' πληθ. | przekonujecie/przekonywacie |
γ' πληθ. | przekonują/przekonywają |