Μετάβαση στο περιεχόμενο

przy

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

przy (pl)

  1. (τοποθεσία) κοντά, δίπλα
  2. (χρονικά) με, επί
    zrobię to przy okazji - θα το κάνω επί τη ευκαιρία

Πρόθημα

[επεξεργασία]

przy (pl)

  1. δείχνει επίτευξη της ενέργειας