przyśpieszenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική przyśpieszenie przyśpieszenia
γενική przyśpieszenia przyśpieszeń
δοτική przyśpieszeniu przyśpieszeniom
αιτιατική przyśpieszenie przyśpieszenia
οργανική przyśpieszeniem przyśpieszeniami
τοπική przyśpieszeniu przyśpieszeniach
κλητική przyśpieszenie przyśpieszenia

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
przyśpieszenie < przyśpieszać (pl)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌpʃɨɕpʲjɛˈʃɛ̃ɲɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

przyśpieszenie (pl) αρσενικό

  1. (φυσική), (κοινά) η επιτάχυνση
  2. το γκάζι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]