przygoda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | przygoda | przygody |
γενική | przygody | przygód |
δοτική | przygodzie | przygodom |
αιτιατική | przygodę | przygody |
οργανική | przygodą | przygodami |
τοπική | przygodzie | przygodach |
κλητική | przygodo | przygody |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
przygoda (pl) θηλυκό