Μετάβαση στο περιεχόμενο

przypadek

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʃɨˈpa.dɛk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

przypadek (pl) αρσενικό

  1. η περίπτωση
  2. η τύχη, το τυχαίο γεγονός
  3. (γραμματική) η πτώση
    w języku polskim jest siedem przypadków: mianownik, dopełniacz, celownik, biernik, narzędnik, miejscownik i wołacz
    στην πολωνική γλώσσα υπάρχουν εφτά πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, οργανική, τοπική και κλητική

Συγγενικά

[επεξεργασία]