przypadek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pʃɨˈpa.dɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]przypadek (pl) αρσενικό
- η περίπτωση
- η τύχη, το τυχαίο γεγονός
- (γραμματική) η πτώση
- w języku polskim jest siedem przypadków: mianownik, dopełniacz, celownik, biernik, narzędnik, miejscownik i wołacz
- στην πολωνική γλώσσα υπάρχουν εφτά πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, οργανική, τοπική και κλητική
- w języku polskim jest siedem przypadków: mianownik, dopełniacz, celownik, biernik, narzędnik, miejscownik i wołacz