psalmo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psalmo < ελληνική ψαλμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psalmo | psalmoj |
αιτιατική | psalmon | psalmojn |
psalmo (eo)
- ο ψαλμός