psammivore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psammivore | psammivores |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psammivore < αρχαία ελληνική ψάμμος + -vore
Επίθετο[επεξεργασία]
psammivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται από οργανισμούς που ζουν στην ψάμμο