psicólogo
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]psicólogo (pt) < από το psicologia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
psicólogo | psicólogos |
psicólogo (pt) < από το psicologia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
psicólogo | psicólogos |