psychédélie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychédélie | psychédélies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
psychédélie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychédélie | psychédélies |
psychédélie (fr) θηλυκό