Μετάβαση στο περιεχόμενο

psychanalyste

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.ka.na.list/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
psychanalyste psychanalystes

psychanalyste (fr) αρσενικό ή θηλυκό