psyche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
psyche < λατινική psyche < αρχαία ελληνική ψυχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

psyche (en)

  1. ψυχή, πνεύμα, νους
  2. (ψυχολογία) πνευματική, νοητική, εγκεφαλική και συμπεριφορική ιδιοσυγκρασία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • mental idiosyncrasy

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]