psychiatre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychiatre | psychiatres |
psychiatre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η ψυχίατρος
ενικός | πληθυντικός |
psychiatre | psychiatres |
psychiatre (fr) αρσενικό ή θηλυκό