psychométrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychométrique | psychométriques |
Επίθετο[επεξεργασία]
psychométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychométrique | psychométriques |
psychométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό