psychopathe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
psychopathe | psychopathes |
Επίθετο
[επεξεργασία]psychopathe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychopathe | psychopathes |
psychopathe (fr) αρσενικό ή θηλυκό