puŝiĝu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

puŝiĝu

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

puŝiĝu (eo)

  • προστακτική του ρήματος puŝiĝi