public defender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

public defender (en)

  • ο συνήγορος της υπεράσπισης που δουλεύει στο δημόσιο τομέα και υπερασπίζει κατηγορούμενα άτομα που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να πληρώσουν ιδιωτικό δικηγόρο