public transportation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- public transportation < → δείτε τις λέξεις public και transportation
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]public transportation (en) (μη μετρήσιμο)
- (αμερικανικά αγγλικά) το μέσο μαζικής μεταφοράς
- ⮡ When are you in the city, use public transportation.
- Όταν είσαι στην πόλη, χρησιμοποίησε τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
- ⮡ When are you in the city, use public transportation.