Μετάβαση στο περιεχόμενο

publicly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός publicly
συγκριτικός more publicly
υπερθετικός most publicly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
publicly < public + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

publicly (en)

  1. δημόσια, κρατικά, από το κράτος
      The research is publicly funded.
    Η έρευνα χρηματοδοτείται δημόσια.
      Education is provided publicly (=by the state) in the country.
    Η εκπαίδευση παρέχεται κρατικά στη χώρα.
      The company is publicly owned (=is state-owned), but operates independently.
    Η εταιρεία ανήκει κρατικά, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα.
  2. δημόσια, μπροστά σε κοινό, με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο
      The new rich elite publicly flaunted their wealth.
    Η νέα πλούσια ελίτ επέδειξε δημόσια τον πλούτο της.
     συνώνυμα: in public
  3. για τη χρήση του κοινού γενικότερα
      They have publicly accessible libraries.
    Έχουν βιβλιοθήκες προσβάσιμες στο κοινό.