publishing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
publishing publishings

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //ˈpʌblɪʃɪŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

publishing (en)

  1. ο επαγγελματικός χώρος των εκδόσεων, της παραγωγής και διανομής ή προώθησης βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών και ηλεκτρονικών μέσων
  2. κάτι που έχει εκδοθεί, η έκδοση
     συνώνυμα: publication

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

publishing (en)