Μετάβαση στο περιεχόμενο

pudique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pudique pudiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

pudique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]