puero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
puero (la)
- puer, στη δοτική και την αφαιρετική του ενικού