Μετάβαση στο περιεχόμενο

puff

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
puff puffs

puff (en)

  1. η τζούρα, ρουφηξιά από τσιγάρο ή ναρκωτικό
      With two or three puffs he’s tripping and doesn’t know what he’s saying.
    Με δυο τρεις τζούρες μαστουρώνει και δεν ξέρει τι λέει.
  2. η πνοή, το φύσημα, μικρή ποσότητα αέρα, καπνού κτλ. που φυσιέται από κάπου
      a slight puff of air - ελαφρά πνοή ανέμου
      She felt a puff of warm air on her face.
    Ένιωσε ένα φύσημα ζεστού αέρα στο πρόσωπό της.
  3. (γλυκό) το σου
      cream puffs - σου με κρέμα
ενεστώτας puff
γ΄ ενικό ενεστώτα puffs
αόριστος puffed
παθητική μετοχή puffed
ενεργητική μετοχή puffing

puff (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) καπνίζω, ρουφώ, καπνίζω τσιγάρο, πίπα κτλ.
      He was puffing (away) at/on his pipe while speaking.
    Κάπνιζε την πίπα του ενώ μιλούσε.
      He was sitting at the window and puffing his pipe.
    Καθόταν στο παράθυρο και ρουφούσε την πίπα του.
     συνώνυμα: smoke
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φυσάω, βγάζω, αναδίνω κάτι στον αέρα
      Chimneys were puffing (out) clouds of smoke.
    Οι καμινάδες φυσούσαν σύννεφα καπνού.
      Steam was puffing out of the factory.
    Ο ατμός έβγαζε έξω από το εργοστάσιο.
  3. (αμετάβατο) ξεφυσάω, κινούμαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ξεφυσώντας σύννεφα καπνού ή ατμού
      The old steam engine puffed out of the station.
    Η γέρικη ατμομηχανή βγήκε ξεφυσώντας από το σταθμό.
      The old steam engine puffed into the station.
    Η γέρικη ατμομηχανή μπήκε ξεφυσώντας στο σταθμό.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]