pull
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pull | pulls |
pull (en)
- το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
- η έλξη, η ελκτική δύναμη
- οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
- η γοητεία, η επιρροή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pull |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulls |
αόριστος | pulled |
παθητική μετοχή | pulled |
ενεργητική μετοχή | pulling |
pull (en)
- τραβώ, σύρω προς το μέρος μου
- (μεταβατικό) βγάζω, αφαιρώ κάτι από ένα μέρος τραβώντας
- ↪ I pull the cork out of a bottle.
- Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
- ↪ I pull the cork out of a bottle.
- αποσύρω από την κυκλοφορία (ένα προϊόν)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- pull (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pull (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pull | pulls |
pull (fr) αρσενικό
- το πουλόβερ