pull
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pull (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pull (en)
- το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
- η έλξη, η ελκτική δύναμη
- οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
- η γοητεία, η επιρροή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pull | pulls |
pull (fr) αρσενικό
- το πουλόβερ