pullout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pullout (en)

  1. η απόσυρση, ιδιαίτερα η απόσυρση στρατευμάτων
  2. η αλλαγή πορείας ενός αεροσκάφους από καθοδική σε οριζόντια
  3. ένθετο εφημερίδας (ή άλλο αντικείμενο που μπορεί να βγει και να απομονωθεί από την αρχική του θέση σε ένα μεγαλύτερο σύνολο)