pulsar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pulsar < puls(ating) (st)ar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pulsar (en)
- (αστρονομία) το πάλσαρ
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pulsar | pulsars |
pulsar (fr) αρσενικό
- (αστρονομία) το πάλσαρ
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pulsar (pl) αρσενικό
- (αστρονομία) το πάλσαρ
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pulsar (cs) αρσενικό
- (αστρονομία) το πάλσαρ