pulvérisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pulvérisation | pulvérisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pulvérisation (fr) θηλυκό
- η κονιορτοποίηση
- το σπρέι
ενικός | πληθυντικός |
pulvérisation | pulvérisations |
pulvérisation (fr) θηλυκό