punique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
punique | puniques |
Επίθετο[επεξεργασία]
punique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
punique | puniques |
punique (fr) αρσενικό ή θηλυκό