puno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puno | punoj |
αιτιατική | punon | punojn |
puno (eo)
- η ποινή
- ili atendas sian mortigan punon - αναμένουν τη θανατική τους ποινή