purée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
purée | purées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
purée (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
purée (fr)
- ο πουρές
Επιφώνημα[επεξεργασία]
purée (fr)
- εκφράζει έκπληξη