Μετάβαση στο περιεχόμενο

purchasing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

purchasing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αγορά, αγοραστικός, η πράξη της αγοραπωλησίας
      purchasing on credit - αγορά με πίστωση
      The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
    Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη purchase

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

purchasing (en)