purported
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
purported (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) υποτιθέμενος, που έχει δηλωθεί ότι συνέβη ή ότι είναι αλήθεια, ενώ αυτό μπορεί να μην ισχύει