pursuit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pursuit (en)
- the pursuit of wealth - το κυνήγι του πλούτου
- η καταδίωξη
- η ενασχόληση, το χόμπι με το οποίο κάποιος ασχολείται τακτικά