pusty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpustɨ/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

pusty (pl)

  1. αυτός που δεν περιέχει τίποτε, άδειος, κενός
  2. αυτός που δρα χαζά, απερίσκεπτα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]