put to work

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας put to work
γ΄ ενικό ενεστώτα puts to work
αόριστος put to work
παθητική μετοχή put to work
ενεργητική μετοχή putting to work

Ετυμολογία [επεξεργασία]

put to work < → δείτε τις λέξεις put, to και work

Ρήμα[επεξεργασία]

put to work (en)