put together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας put together
γ΄ ενικό ενεστώτα puts together
αόριστος put together
παθητική μετοχή put together
ενεργητική μετοχή putting together

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
put together < → δείτε τις λέξεις put και together

put together (en)

  1. συναρμολογώ, μοντάρω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι συναρμολογώντας κομμάτια μεταξύ τους
    ⮡  These TVs are put together in Greece.
    Αυτές οι τηλεοράσεις συναρμολογούνται στην Ελλάδα.
    ⮡  He had taken apart his watch and was now trying to put it (back) together.
    Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη piece together
  2. συμπεραίνω, ερμηνεύω δεδομένα
    ⮡  From her letters, I put together that she is unhappy.
    Από τα γράμματά της συμπέρανα πως είναι δυστυχισμένη.
     συνώνυμα: put two and two together