putovati
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
putovati (sr)
- λατινική γραφή του путовати
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
putovati (sh)
- putujem kroz Italije - ταξιδεύω (διασχίζοντας την) μέσα στην Ιταλία