putrescine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
putrescine | putrescines |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
putrescine (fr) θηλυκό
- δύσοσμη ουσία που παράγεται κατά την αποσύνθεση πτωμάτων