putting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]putting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του put
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]putting (en)
- (γκολφ) ενεργητική μετοχή ενεστώτα του putt