Μετάβαση στο περιεχόμενο

putting

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
putting < put + -ing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

putting (en)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
putting < putt + -ing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

putting (en)