pwd

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pwd < password

Συντομομορφή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pwd pwds

pwd (en)

  1. (πληροφορική) συντομογραφία του password
  2. (πληροφορική, Unix) εντολή που τυπώνει στο standard output το path του καταλόγου (directory) που βρίσκεται ο χρήστης

Συνώνυμα[επεξεργασία]