pwd
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pwd < password
Συντομομορφή
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| pwd | pwds |
pwd (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία του password
- (πληροφορική, Unix) εντολή που τυπώνει στο standard output το path του καταλόγου (directory) που βρίσκεται ο χρήστης