pyorrhée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pyorrhée | pyorrhées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pyorrhée (fr) θηλυκό
- (ιατρική) πυόρροια
ενικός | πληθυντικός |
pyorrhée | pyorrhées |
pyorrhée (fr) θηλυκό