quaint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

quaint (en)

  1. που έχει μια παλιομοδίτικη γοητεία, γραφικός
  2. παράξενος, αλλόκοτος κατά τρόπο ευχάριστο ή διασκεδαστικό
  3. περίεργος, παράλογος (ειρωνικά)