quake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quake | quakes |
quake (en)
- τρεμούλιασμα, κούνημα, δόνηση, το αποτέλεσμα του ρήματος quake
- περικοπή του earthquake: o σεισμός
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | quake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quakes |
αόριστος | quaked |
παθητική μετοχή | quaked |
ενεργητική μετοχή | quaking |
quake (en)