qualifiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- qualifiant < qualifier
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | qualifiant | qualifiants |
θηλυκό | qualifiante | qualifiantes |
qualifiant (fr)