quand même
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]quand même (fr)
- όμως, παρ' όλ' αυτά, παρά
- Malgré sa blessure, l'athlète a quand même réussi à finir premier.
- Παρά τον τραυματισμό του, ο αθλητής έφτασε πρώτος.
- Malgré sa blessure, l'athlète a quand même réussi à finir premier.
- (οικείο, ευχαριστώντας κάποιον έστω κι αν η προσπάθειά του δεν βοήθησε πολύ) πάντως, παρ' όλ' αυτά
- - Désolé, je n'ai rien trouvé. - Tant pis, merci quand même !
- - Συγνώμη, δεν βρήκα τίποτα. - Δεν πειράζει, πάντως σ' ευχαριστώ!
- ≈ συνώνυμα: tout de même
- - Désolé, je n'ai rien trouvé. - Tant pis, merci quand même !
- (εκφράζοντας ανυπομονησία) επιτέλους
- Ah, quand même ! - Α, επιτέλους!