quand même

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ̃⋅mɛm/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

quand même (fr)

  1. όμως, παρ' όλ' αυτά, παρά
    Malgré sa blessure, l'athlète a quand même réussi à finir premier.
    Παρά τον τραυματισμό του, ο αθλητής έφτασε πρώτος.
  2. (οικείο, ευχαριστώντας κάποιον έστω κι αν η προσπάθειά του δεν βοήθησε πολύ) πάντως, παρ' όλ' αυτά
    - Désolé, je n'ai rien trouvé. - Tant pis, merci quand même !
    - Συγνώμη, δεν βρήκα τίποτα. - Δεν πειράζει, πάντως σ' ευχαριστώ!
     συνώνυμα: tout de même
  3. (εκφράζοντας ανυπομονησία) επιτέλους
    Ah, quand même ! - Α, επιτέλους!