quantième

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

quantième (fr) ερωτηματικό επίθετο

  • (παρωχημένο) σε ποια θέση, σε σχέση με τους άλλους;
On est le quantième? Πόσο έχει σήμερα ο μήνας;

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Στην καθημερινή ζωή χρησιμοποιείται ο λανθασμένος όρος: le combientième.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quantième quantièmes

quantième (fr)

Il a reçu des nouvelles très fraîches, mais je ne sais pas de quel quantième elles sont. Είχε νεώτερα αλλά δεν θυμάμαι από πότε.
Montre à quantièmes. Ρολόι με ένδειξη ημερομηνίας.