quantième
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
quantième (fr) ερωτηματικό επίθετο
- (παρωχημένο) σε ποια θέση, σε σχέση με τους άλλους;
- On est le quantième? Πόσο έχει σήμερα ο μήνας;
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στην καθημερινή ζωή χρησιμοποιείται ο λανθασμένος όρος: le combientième.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quantième | quantièmes |
quantième (fr)
- ο αριθμός της μέρας μέσα στο μήνα
- Il a reçu des nouvelles très fraîches, mais je ne sais pas de quel quantième elles sont. Είχε νεώτερα αλλά δεν θυμάμαι από πότε.
- Montre à quantièmes. Ρολόι με ένδειξη ημερομηνίας.