quarantaine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: quarantine

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
quarantaine < quarante + -aine.
για την καραντίνα < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική quarantena

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
quarantaine quarantaines

quarantaine (fr) θηλυκό

  1. σαρανταριά
  2. σαρακοστή
  3. καραντίνα