quarantaine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- quarantaine < quarante + -aine.
- για την καραντίνα < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική quarantena
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quarantaine | quarantaines |
quarantaine (fr) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- quarantaine - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé