Μετάβαση στο περιεχόμενο

quarantenaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
quarantenaire quarantenaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

quarantenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τεσσαρακονταετής
  2. (κατ’ επέκταση) που είναι από 40 έως 49 ετών